- ὑπήτριον
- ὑπήτριον, τό,A the part of the body below the ἦτρον, paunch,
θύννων Theopomp.Com.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύννων Theopomp.Com.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπήτριον — the part of the body below the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήτριον — τὸ, Α 1. το μέρος τού σώματος κάτω από το ἦτρον*, το υπογάστριο 2. (κατά τον Αθήν.) «οὖθαρ, μαστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἦτρον «υπογάστριο»] … Dictionary of Greek
ὑπήτρια — ὑπήτριον the part of the body below the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)